Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το μηδαμινό

См. также в других словарях:

  • αθερίζω — ἀθερίζω (Α) δίνω μικρή σημασία σε κάτι, περιφρονώ, αδιαφορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είτε παράγεται από αρχ. τ. *ἄθερος, που θα συνδεόταν προς το αρχ. ινδ. adhara και θα σήμαινε όπως αυτό «τον μηδαμινό, ανάξιο λόγου», είτε συνδέεται προς… …   Dictionary of Greek

  • διαφαυλίζω — (Α) θεωρώ κάτι ευτελές, μηδαμινό, εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • εκφλαυρίζω — ἐκφλαυρίζω (Α) εκφαυλίζω, εξευτελίζω, καθιστώ κάτι μηδαμινό, ανάξιο λόγου …   Dictionary of Greek

  • εναπομωραίνω — ἐναπομωραίνω (Μ) απομωραίνω, εξευτελίζω κάτι, το καθιστώ μωρό ή μηδαμινό …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ουδαμού — (Α οὐδαμοῡ) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῡ γῆς», Ηρόδ.) αρχ. 1. κατ ουδένα τρόπο, ουδαμώς 2. φρ. α) «οὐδαμοῡ λέγω τινά» θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό β) «οὐδαμοῡ νομίζω» δεν παραδέχομαι καθόλου γ) «οὐδαμοῡ εἰμι» ή «οὐδαμοῡ φαίνομαι» δεν… …   Dictionary of Greek

  • πάτημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.) στη πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστέλλου. * * * το, ΝΜΑ [πατώ] νεοελλ. 1. το αποτέλεσμα τού πατώ, το βήμα («υπό τα θεία πατήματα», Κάλβ.) 2. η ενέργεια τού πατώ, το… …   Dictionary of Greek

  • παρεξουδενώ — έω, Α 1. παρεξουθενώ*. θεωρώ κάτι μηδαμινό 2. εκμηδενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουδενῶ «εξευτελίζω, εκμηδενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρεξουθενώ — έω, Α θεωρώ κάτι μηδαμινό και ασήμαντο, περιφρονώ σε πολύ μεγάλο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐξουθενῶ «περιφρονώ, εκμηδενίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»